- κομπλιμεντόζος
- -α, -ικοαυτός που κάνει κομπλιμέντα, φιλοφρονήσεις, φιλοφρονητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentoso (< complimento)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομπλιμεντόζος — α, ο αυτός που κάνει κομπλιμέντα, κόλακας, περιποιητικός, φιλοφρονητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπλιμενταδόρος — όρισσα, όρικο κομπλιμεντόζος … Dictionary of Greek
κομπλιμεντόζικος — η, ο [κομπλιμεντόζος] αυτός που γίνεται για κομπλιμέντο, φιλοφρονητικός … Dictionary of Greek
φιλοφρονητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται από φιλοφρόνηση, κομπλιμεντόζος: Φιλοφρονητικά λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόφρονας — ο ευγενικός, περιποιητικός, υποχρεωτικός, κομπλιμεντόζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)